Γαλλικά  Αγγλικά
Αρχική σελίδα > Παραρτήματα

Λεξικo

Ανθρακας 14 (C14)

Ο άνθρακας 14 (C14) είναι ένα ραδιενεργό ισότοπο του άνθρακα, που υπάρχει φυσικά στην ατμόσφαιρα και εισέρχεται στο κύκλο ζωής των ζωντανών οργανισμών (ανάπτυξη των φυτών, διατροφή κτλ.). Μετρώντας την ποσότητα που παραμένει σε οργανισμούς που έζησαν στο παρελθόν (απανθρακωμένα ξύλα ή καρπούς, οστά, κοχύλια), μπορούμε να προσδιορίσουμε την ηλικία τους.

Ανθρακολογια 

= Από το ελληνικό ‘άνθραξ’· επιστήμη που μελετάει το είδος και τη δομή του ξυλάνθρακα (κάρβουνο).

Αυλακωση

Τεχνική τεμαχισμού των οστών : γίνεται λέπτυνση του οστού με χάραξη, για να αποκοπεί τμήμα συγκεκριμένων διαστάσεων και μορφής.

Αυλακωτη διακοσμηση

Διακόσμηση με αυλακώσεις στα τοιχώματα ενός αγγείου από πηλό˙ συναντώνται δύο παραλλαγές : μία με αυλάκια πολύ ρηχά, μετά βίας ορατά, που συνηθίζεται στη Νεολιθική εποχή, και μια με αυλάκια πιο βαθιά, χαρακτηριστική του τέλους της Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ και της Πρώιμης εποχής του Χαλκού.

Γραφιτης

Ορυκτό της οικογένειας του άνθρακα, με χαρακτηριστικό γκρίζο μεταλλικό χρώμα, από το οποίο φτιάχνονται και σήμερα τα μολύβια. Χρησιμοποιείται ως διακοσμητική ύλη σε διάφορες περιόδους (ιδιαίτερα στη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ), συνήθως με τη μορφή διαλύματος που απλώνεται με πινέλο.

Επιμηκη οστα

Αναφέρονται και ως μακρά ή αυλοειδή. Οστά των πρόσθιων και οπίσθιων άκρων με κοινό χαρακτηριστικό την επιμήκη διάφυση (ή σώμα) της οποίας το εσωτερικό διατρέχει ο μυελώδης αυλός που περιέχει τον μυελό των οστών.

Θερμοφωταυγεια (TL)

Μέθοδος χρονολόγησης που μετρά τη δόση ακτινοβολίας που λαμβάνεται από ένα υλικό από τη στιγμή της τελευταίας θέρμανσης.

Θηκη

Ενδιάμεσο τμήμα σύνθετου εργαλείου (τσεκούρι, σκεπάρνι, κλπ). Στο ένα άκρο της θήκης διαμορφωνόταν υποδοχή για την τοποθέτηση του ενεργού τμήματος του εργαλείου. Η θήκη στερεωνόταν σε υποδοχή της λαβής ή έφερε οπή στην οποία εισερχόταν η λαβή (οπή στειλέωσης).

Θυριδα

Καθένα από τα δύο μέρη ενός κελύφους μαλακίων, όπως το μύδι, το στρείδι, η αχιβάδα, το spondylus, κ.ά.

Κουλουρα

Ρολό από πηλό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή αγγείων χωρίς την βοήθεια τροχού ή για την κατασκευή του θόλου ορισμένων κλιβάνων· οι διαδοχικές κουλούρες στοιβάζονται για να δημιουργήσουν το τοίχωμα (του αγγείου ή του φούρνου).

Mελανοστεφη αγγεια (« black-topped »)

Αγγεία στα οποία το άνω τμήμα της επιφάνειας έχει υποστεί μαύρισμα με κάπνισμα (εισαγωγή μαύρης καπνιάς, προς το τέλος του ψησίματος).

Ολοκαινο

Γεωλογική εποχή που άρχισε γύρω στο 10.000 π.Χ και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Oπη στειλεωσης

Βλ. Θήκη

Οστρακα

Κομμάτια σπασμένων κεραμεικών αγγείων.

Παλαιοεδαφος

Στρώμα ιζήματος που υπέστη εδαφογένεση στο παρελθόν˙ χαρακτηρίζεται συχνά από μεγάλη περιεκτικότητα σε αποσυντεθημένα οργανικά υλικά, γεγονός που του δίνει ένα χρώμα καστανό πολύ σκούρο.

Πετρογραφια

Κλάδος της γεωλογίας που μελετά το σχηματισμό και την ορυκτολογική σύσταση των πετρωμάτων. Μελετά επίσης τη σύνθεση των μιγμάτων που χρησιμοποιούναι για την κατασκευή των πήλινων αγγείων.

Πηλος χτισιματος

Μείγμα χώματος μαζί με νερό και φυτικά ή ορυκτά στοιχεία, που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό.

Πλατονι

Ένα από τα τρία είδη ελαφοειδών που αναγνωρίστηκαν στο οστεολογικό υλικό του Ντικιλί Τας (εξαφανισμένο σήμερα). Τα άλλα δύο είδη είναι το κόκκινο ελάφι και το ζαρκάδι.

Πλειστοκαινο

Γεωλογική εποχή πριν από την δική μας (Ολόκαινο), η οποία χαρακτηρίζεται από εναλλαγή περιόδων παγετώνων και μεσοπαγετωνικών περιόδων. Ξεκινάει πριν από περίπου 1.650.000 χρόνια και λήγει με το τέλος του τελευταίου παγετώνα στο Βόρειο ημισφαίριο, πριν από περίπου 12.000 χρόνια.

Προσμιξεις

Οποιοδήποτε μη-πλαστικό στοιχείο που προστίθεται στον πηλό για να αλλαχτεί η σύστασή του. Μπορεί να είναι ορυκτό (άμμος, χαλαζίας), θραύσματα από κοχύλια, μέρη φυτών κτλ.

Προσχωσεις

Ιζήματα που συσσωρεύτηκαν στη βάση μιας πλαγιάς από τη διάβρωση τμημάτων που βρίσκονται υψηλότερα.

Πυρηνοληψια

Διερεύνηση με γεωτρητικό μηχάνημα, το οποίο μπορεί να λειτουργεί με το χέρι ή με τη βοήθεια μοτέρ˙ επιτρέπει την εξαγωγή δειγμάτων χώματος (‘καρότων’) με διάμετρο μεταξύ 6 και 20 εκ.

Σαλπιγγοσχημες λαβες

Οριζόντιες λαβές με σχήμα κυλινδρικό που ανοίγει ελαφρά προς τα άκρα, σαν στόμιο τρομπέτας.

Σουβλι

Αναφέρεται συχνά και ως οπέας. Εργαλείο με αιχμηρό ενεργό άκρο και ποικίλη χρήση, κυρίως στην επεξεργασία των δερμάτων, στην ψαθο- και καλαθοπλεκτική και στην ύφανση.

Terminus post quem

Λατινικός όρος που δηλώνει την ημερομηνία μετά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός.

Τεχνικη του πεταχτου πηλου

Τεχνική κατασκευής τοίχων με επικάλυψη από πηλό χτισίματος ενός πλέγματος από πασσάλους και κλαδιά πυκνά τοποθετημένα, ή μιας καλαμωτής.

Τουμπα

Tεχνητός γήλοφος που δημιουργήθηκε από την προοδευτική συσσώρευση διαδοχικών ερειπίων. Στην Ελλάδα, ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει και τα αναχώματα που σκεπάζουν μερικά είδη τάφων (π.χ. μακεδονικούς).

Τραβερσα

Κομμάτι οριζόντιου ξύλου που συνδέει τα κάθετα κομμάτια μιας ξυλοκατασκευής, ιδιαίτερα κοντά στα σημεία πρόσδεσης της στέγης.

Υστεροελλαδικη εποχη

Τελευταία περίοδος της Εποχής του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, μεταξύ 1550 και 1025 π.Χ. Αντιστοιχεί στην Μυκηναϊκή εποχή της Νότιας Ελλάδας.

Φασματοσκοπια υπερυθρου

Μέθοδος που μετρά την απορρόφηση της ακτινοβολίας στην υπέρυθρη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος· επιτρέπει τον προσδιορισμό της σύστασης ενός δείγματος.

separateur
Τελευταία ενημέρωση : 8/12/11

illustrations